- ξεπέτα(γ)μα
- το, -ατοςτο ξαφνικό πέταγμα, το ξεπήδημα, το μεγάλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
ξεπετιέμαι — ξεπετάχτηκα, ξεπετα(γ)μένος 1. σηκώνομαι, εμφανίζομαι, ορμώ ξαφνικά: Ξεπετάχτηκε στη μέση του δρόμου ένας λύκος. 2. περνώ τη νηπιακή μου ηλικία: Ξεπετάχτηκαν τα παιδιά μου και δε με κουράζουν τώρα. 3. μπαίνω στη συζήτηση χωρίς να ρωτηθώ: Τι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)